ἀγοράζω

ἀγοράζω
ἀγοράζω [pron. full] [ᾰγ], [tense] fut. άσω Ar.Lys.633,
A

ἀγορῶ LXX Ne.10.31

: [tense] aor.

ἠγόρασα X.HG7.2.18

, D.21.149, etc.: [tense] pf.

ἠγόρακα Arist.Oec.1352b7

, Plb.6.17.4:—[voice] Med., [tense] aor.

ἠγορασάμην D.50.55

: [tense] pf. ἠγόρασμαι (v. infr.):—[voice] Pass., [tense] aor.

ἠγοράσθην Id.59.46

: [tense] pf.

ἠγόρασμαι Is.8.23

, Men. 828:—frequent the

ἀγορά, αἱ γυναῖκες ἀ. καὶ καπηλεύουσι Hdt.2.35

, 4.164, cf. Arist.Ph.196a5, Com.Adesp.710; occupy the market-place, Th.6.51.
2 buy in the market,

πωλεῖν ἀ. Ar.Ach.625

;

ἐπιτήδεια ἀ. X.An.1.5.10

; generally, buy, Ar.Pl.984, etc.; farm taxes or state-contracts,

ὠνὴν ἀ. PRev.Laws41.22

, al.; τὸν Σαίτην ἀγοράσας ib.60.23:—[voice] Med., buy for oneself, X.An.1.3.14:—[voice] Pass.,

διάτινος ἀ. D. 50.25

: [tense] pf. [voice] Pass. in med. sense,

ἀντὶ τοῦ ἠγοράσθαι αὐτοῖς τὸν οἶνον Id.35.19

.
3 haunt the ἀγορά, Corinn.34, Pi.Fr.103; οὐδ' ἀγοράσει γ' ἀγένειος οὐδεὶς ἐν ἀγορᾷ nor shall any boy lounge in the ἀγορά, Ar.Eq.1373. [-ᾱζω (i. e. -ᾴζω) in sense 1, Hdn.Gr.2.14.]

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀγοράζω — frequent the pres subj act 1st sg ἀγοράζω frequent the pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγοράζω — αγοράζω, αγόρασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αγοράζω — (Α ἀγοράζω) αποκτώ, προμηθεύομαι κάτι έναντι χρημάτων, ψωνίζω νεοελλ. 1. προσπαθώ να εκμαιεύσω τις βαθύτερες σκέψεις, τις προθέσεις ή τους σκοπούς κάποιου, «τού παίρνω λόγια» 2. παθ. αγοράζομαι δωροδοκούμαι 3. (παθ. μτχ.) αγορασμένος, η, ο αυτός… …   Dictionary of Greek

  • αγοράζω — αγόρασα, αγοράστηκα, αγορασμένος 1. προμηθεύομαι κάτι με χρήματα, ψωνίζω. 2. διαφθείρω με το χρήμα: Αυτόν δεν τον λογάριαζε, γιατί ήξερε πως ήταν αγορασμένος – συνηθισμ. φρ.: Μας πουλά και μας αγοράζει (είναι πιο έξυπνος από μας) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγοράζῃ — ἀγοράζω frequent the pres subj mp 2nd sg ἀγοράζω frequent the pres ind mp 2nd sg ἀγοράζω frequent the pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγοράσατε — ἀγοράζω frequent the aor imperat act 2nd pl ἀ̱γοράσατε , ἀγοράζω frequent the aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ἀγοράζω frequent the aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγοράσουσι — ἀγοράζω frequent the aor subj act 3rd pl (epic) ἀγοράζω frequent the fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀγοράζω frequent the fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγοράσουσιν — ἀγοράζω frequent the aor subj act 3rd pl (epic) ἀγοράζω frequent the fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀγοράζω frequent the fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠγορασμένα — ἀγοράζω frequent the perf part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic aeolic) ἠγορασμένᾱ , ἀγοράζω frequent the perf part mp fem nom/voc/acc dual (attic epic doric ionic aeolic) ἠγορασμένᾱ , ἀγοράζω frequent the perf part mp fem nom/voc …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγοραζομένων — ἀγοράζω frequent the pres part mp fem gen pl ἀγοράζω frequent the pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγοραζόμενον — ἀγοράζω frequent the pres part mp masc acc sg ἀγοράζω frequent the pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”